- νεκυδαίμων
- νεκυδαίμων, -ονος, ὁ (Α)το πνεύμα, η ψυχή τού νεκρού.[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + δαίμων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεκυδαίμων — ghost of a dead man masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκυδαίμονα — νεκυδαίμων ghost of a dead man masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκύδαιμον — νεκυδαίμων ghost of a dead man masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek